- μισθοδότης
- μισθοδότηςpaymastermasc nom sgμισθοδοτέωpay wagesimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθοδότης — ο (Α μισθοδότης) αυτός που δίνει μισθό σε άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης] … Dictionary of Greek
μισθοδόται — μισθοδότης paymaster masc nom/voc pl μισθοδότᾱͅ , μισθοδότης paymaster masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοδοτῶν — μισθοδότης paymaster masc gen pl μισθοδοτέω pay wages pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοδόταις — μισθοδότης paymaster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοδότην — μισθοδότης paymaster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοδότου — μισθοδότης paymaster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοδότας — μισθοδότᾱς , μισθοδότης paymaster masc acc pl μισθοδότᾱς , μισθοδότης paymaster masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές … Dictionary of Greek
μισθοδοτικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθοδότη ή στη μισθοδοσία («μισθοδοτική κατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
μισθοδοτώ — (Α μισθοδοτῶ, έω) [μισθοδότης] καταβάλλω μισθό σε κάποιον, πληρώνω σε κάποιον τη συμφωνημένη από πριν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία αμοιβή του για την εργασία που εκτελεί … Dictionary of Greek